λεπίωση

λεπίωση
η
γεωλ. σύνθετη τεκτονική διεργασία που αποτελεί είδος εφίππευσης και κατά την οποία δημιουργούνται μονοκλινικές ακολουθίες στρωμάτων και περιοδικές επαναλήψεις τών κανονικών σκελών τών πτυχών, συνήθως κατά την ίδια σειρά, αλλ. δομή κατά λέπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχιστότητα — η, Ν [σχιστός] 1. η ιδιότητα ενός αντικειμένου να σχίζεται 2. (πετρογρ.) η ιδιότητα ορισμένων μεταμορφωμένων πετρωμάτων να εμφανίζουν φυλλοποίηση, δηλαδή επαναλαμβανόμενη λεπίωση, ως συνέπεια τής παράλληλης διάταξης τών πλακωδών και σανιδόμορφων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”